- σωματοφυλάκια
- σωματοφυλάκιονplace where a body is guardedneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σωματοφυλακία — ἡ, Α [σωματοφύλαξ, ακος] η ιδιότητα τού σωματοφύλακα, το να είναι κανείς σωματοφύλακας («κατὰ τὴν σωματοφυλακίαν προῆγεν αὐτὸν ἐντίμως», Διόδ.) … Dictionary of Greek
σωματοφυλακίας — σωματοφυλακίᾱς , σωματοφυλακία guarding the body fem acc pl σωματοφυλακίᾱς , σωματοφυλακία guarding the body fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωματοφυλακίαν — σωματοφυλακίᾱν , σωματοφυλακία guarding the body fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)